Γκράχαμ, Γη

Γκράχαμ, Γη
Βλ. λ. Γη του Γκράχαμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γκράχαμ, Μάρθα — (Martha Graham, Πίτσμπουργκ 1900 – Νέα Υόρκη 1991).Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα την έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα όσα διδάχθηκε στην σχολή Ντεβονσάιρ του Λος Άντζελες και να αποκηρύξει τη σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Γκράχαμ, Τζορτζ — (George Graham, 1673 – 1751).Άγγλος αστρονόμος και ωρολογοποιός. Διδάχτηκε την ωρολογοποιία στο εργαστήριο του θείου του και βελτίωσε τη λειτουργία των ρολογιών με διάφορες επινοήσεις. Εφηύρε επίσης πολλά αστρονομικά όργανα, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γκράχαμ, Τόμας — (Thomas Graham, Γλασκόβη 1805 – Λονδίνο 1869). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του από το 1837 έως το 1855 και διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Λονδίνου. Το 1836 ανακηρύχθηκε μέλος της… …   Dictionary of Greek

  • Γη του Γκράχαμ — (Graham Land). Χερσόνησος της Ανταρκτικής που εκτείνεται από ΒΑ προς ΝΔ, στα νότια του ακρωτηρίου Χορν της Γης του Πυρός στη Νότια Αμερική. Ανακαλύφθηκε το 1832 από τον Άγγλο φαλαινοθήρα Τζον Μπίσκοε, ο οποίος την ονόμασε Γ. του Γ., προς τιμήν… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Γκράχαμ — (Graham Greene, Χέρφορντσαϊντ 1904 – 1991). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του πραγματεύεται, συχνά με την τεχνική των θρίλερ, μερικά θέματα προσφιλή στον χριστιανικό υπαρξισμό. Ο Γ. στράφηκε προς τον καθολικισμό… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ — (Alexander Graham Bell, Εδιμβούργο 1847 – Μπάντεκ, Νέα Σκοτία 1922). Αμερικανός επιστήμονας. Είναι γνωστός κυρίως για τις τελειοποιήσεις που επέφερε στο τηλέφωνο, η εφεύρεση του οποίου του είχε αποδοθεί για μια ορισμένη περίοδο. Στον Μ. πράγματι …   Dictionary of Greek

  • Σάδερλαντ, Γκράχαμ Βίβιαν — (Satherland). Άγγλος ζωγράφος (Λονδίνο 1903). Από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους ζωγράφους. Άρχισε ως χαράκτης, υπέστη την επίδραση του Μπλαίηκ και δίδαξε χαρακτική στη Σχολή Τέχνης του Τσέλση. Εικονογράφησε βιβλία, σχεδίασε κοστούμια και… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Άλβαν Γκράχαμ — (Alvan Graham Clark, Μασαχουσέτη 1832 – Νέα Υόρκη 1897). Αμερικανός αστρονόμος και οπτικός. Μαζί με τον πατέρα του, Άλβαν, κατασκεύασε διαθλαστές, οι μεγαλύτεροι από τους οποίους τοποθετήθηκαν στα αστεροσκοπεία της Ουάσινγκτον, του Πούλκοβο, του… …   Dictionary of Greek

  • Σάθερλαντ, Γκράχαμ — (Sutherland). Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης (Λονδίνο 1903). Σπούδασε στη σχολή καλών τεχνών του Γκόλυτσμιθ του Λονδίνου και ασχολήθηκε με τη χαρακτική τέχνη χρησιμοποιώντας το ακουαφόρτε. Αργότερα, (1930), ασχολήθηκε με τη ζωγραφική,… …   Dictionary of Greek

  • Σάμνερ, Ουίλιαμ Γκράχαμ — (Sumner). Αμερικανός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος (Πάτερσον 1840 – Ένγκλγουντ 1910). Χρημάτισε υπουργός της Επισκοπικής Εκκλησίας και δίδαξε (1872 1909) πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Γιέηλ στο Νιου Χέηβεν. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”